αποκόβομαι

αποκόβομαι
αποκόβομαι, αποκόπηκα, αποκομμένος βλ. πίν. 171 και πρβλ. αποκόπτομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποκόπτομαι — αποκόπτομαι, αποκόπηκα, αποκομμένος βλ. πίν. 124 και πρβλ. αποκόβομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”